προσπασσαλεύσαντες

προσπασσαλεύσαντες
προσπασσαλεύω
nail fast to
aor part act masc nom/voc pl
προσπασσαλεύω
nail fast to
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Crucifixion — For other uses, see Crucifixion (disambiguation). Crucifixion of Jesus of Nazareth, by Marco Palmezzano (Uffizi, Florence), painting ca. 1490 …   Wikipedia

  • προσπασσαλεύω — και αττ. τ. προσπατταλεύω Α 1. καρφώνω κάτι στερεά («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», Ηρόδ.) 2. κρεμώ κάτι στον τοίχο με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πασσαλεύω (< πάσσαλος)] …   Dictionary of Greek

  • σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”